Σκύλλα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θαλάσσιο τέρας, κόρη του θαλάσσιο θεού Φόρκια και της Εκάτης. Κατά μια εκδοχή ήταν μια πολύ ωραία κόρη, που την ερωτεύτηκε ο Ποσειδών. Η αντίζηλος της Αμφιτρίτη τη μεταμόρφωσε με μαγικά βοτάνια σε τέρας, που άρπαζε… … Dictionary of Greek
Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… … Dictionary of Greek
αναμορμύρω — ἀναμορμύρω (Α) (για τη Χάρυβδη) κάνω δυνατό θόρυβο, πάταγο, αναβράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μορμύρω (για ποταμό) «ρέω αφρίζοντας»] … Dictionary of Greek
δασπλής — ( ῆτος), ο, η (Α) τρομερός, φοβερός («δασπλῆτα Χάρυβδιν»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού δασπλήτις που αποδίδεται στη Χάρυβδη, στις Ευμενίδες και στα φίδια] … Dictionary of Greek
μεθυσοχάρυβδις — μεθυσοχάρυβδις, ἡ (Α) 1. (κωμική ονομασία) γυναίκα που όταν μεθάει μεταβάλλεται σε Χάρυβδη 2. αυτή που κάνει κακό μεθύσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυσος + Χάρυβδις*] … Dictionary of Greek
παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… … Dictionary of Greek
πλαγκτός — ή, ό / πλαγκτός, ή, όν, ΝΑ, πλακτός, ή, όν, θηλ. και ός Α νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πλαγκτόν βιολ. βλ. πλαγκτόν αρχ. 1. (κυρίως για πλοία) αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, περιπλανώμενος 2. ο άστατος («πλαγκτὰ δ ὡσεί τις νεφέλα πνευμάτων ὑπὸ… … Dictionary of Greek
ροιβδώ — και ῥοβδῶ, έω, Α [ῥοῑβδος] 1. πάλλω ή κινώ κάτι θορυβωδώς («πτερῶν ἄτερ ῥοιβδοῡσα κόλπον αἰγίδος», Αισχύλ.) 2. κινούμαι ορμητικά, με βοή («ῥοιβδήσας Εὖρος», Κριναγ.) 3. (για τη Χάρυβδη) ρουφάω, καταπίνω με θόρυβο … Dictionary of Greek
σίνομαι — και σινοῡμαι και αμφβλ. ιων. τ. σινέομαι και αιολ. τ. σίννομαι και ενεργ τ. σίνω και σινῶ Α βλάπτω, καταστρέφω (α. [για τη Χάρυβδη] «ὅτε μοι σίνοιτό γ ἑταίρους», Ομ. Οδ. β) «ἐσίνοντο ἐπιόντες χώρους τῆς Ἀττικῆς», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ … Dictionary of Greek
χαρυβδηδόν — Μ επίρρ. όπως η Χάρυβδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χάρυβδις, ύβδεως + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] … Dictionary of Greek