Χάρυβδη

Χάρυβδη
η / Χάρυβδις, -ύβδεως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ύβδιος Α
μυθ. μυθικό θαλάσσιο τέρας, με μορφή γυναίκας, προσωποποίηση τής θαλάσσιας δίνης, που μαζί με τη Σκύλλα καταπόντιζε τα πλοία και κατάπινε τους ναύτες, όταν περνούσαν τον Σικελικό Πορθμό
νεοελλ.
φρ. «έπεσε [ή πέρασε] από τη Σκύλλα στη Χάρυβδη»
μτφ. (για πρόσ.) υπέστη πολλές ταλαιπωρίες
αρχ.
1. δίνη, στρόβιλος
2. βάραθρο κοντά στην Αντιόχεια τής Συρίας
3. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «χάρυβδις... Εἴρηται δὲ πᾶν τὸ ἐς χάος καὶ ὄλεθρον κατάγον, οἱονεὶ εἰς χάος βαῖνον»
4. μτφ. (για πρόσ.) αδηφάγος, πλεονέκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τής λ. Χάρυβδις με τις λ. χάσκω*, χάος* και ῥυβδῶ* «καταβροχθίζω», ῥύβδην «άφθονα, πλουσιοπάροχα» οφείλεται πιθ. σε παρετυμολογία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Σκύλλα — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θαλάσσιο τέρας, κόρη του θαλάσσιο θεού Φόρκια και της Εκάτης. Κατά μια εκδοχή ήταν μια πολύ ωραία κόρη, που την ερωτεύτηκε ο Ποσειδών. Η αντίζηλος της Αμφιτρίτη τη μεταμόρφωσε με μαγικά βοτάνια σε τέρας, που άρπαζε… …   Dictionary of Greek

  • Οδυσσέας — Περίφημος ήρωας του ομηρικού έπους, γιος του βασιλιά της Ιθάκης, Λαέρτη και της Αντίκλειας. Στην Ιλιάδα είναι ο πιστός συνεργάτης του Αγαμέμνονα και των άλλων ηρώων, πολεμιστής γενναίος, συνετός και πανούργος. Στην Οδύσσεια, της οποίας είναι ο… …   Dictionary of Greek

  • αναμορμύρω — ἀναμορμύρω (Α) (για τη Χάρυβδη) κάνω δυνατό θόρυβο, πάταγο, αναβράζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μορμύρω (για ποταμό) «ρέω αφρίζοντας»] …   Dictionary of Greek

  • δασπλής — ( ῆτος), ο, η (Α) τρομερός, φοβερός («δασπλῆτα Χάρυβδιν»). [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού δασπλήτις που αποδίδεται στη Χάρυβδη, στις Ευμενίδες και στα φίδια] …   Dictionary of Greek

  • μεθυσοχάρυβδις — μεθυσοχάρυβδις, ἡ (Α) 1. (κωμική ονομασία) γυναίκα που όταν μεθάει μεταβάλλεται σε Χάρυβδη 2. αυτή που κάνει κακό μεθύσι. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέθυσος + Χάρυβδις*] …   Dictionary of Greek

  • παλίρροια — Το φαινόμενο της περιοδικής διακύμανσης της στάθμης των θαλασσών, το οποίο περιλαμβάνει δύο εναλλασσόμενες φάσεις, την πλημμυρίδα (άνοδος της θάλασσας) και την άμπωτη (κάθοδος της θάλασσας). Η π. προκαλείται κυρίως από τη μαγνητική έλξη της… …   Dictionary of Greek

  • πλαγκτός — ή, ό / πλαγκτός, ή, όν, ΝΑ, πλακτός, ή, όν, θηλ. και ός Α νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το πλαγκτόν βιολ. βλ. πλαγκτόν αρχ. 1. (κυρίως για πλοία) αυτός που περιφέρεται εδώ κι εκεί, περιπλανώμενος 2. ο άστατος («πλαγκτὰ δ ὡσεί τις νεφέλα πνευμάτων ὑπὸ… …   Dictionary of Greek

  • ροιβδώ — και ῥοβδῶ, έω, Α [ῥοῑβδος] 1. πάλλω ή κινώ κάτι θορυβωδώς («πτερῶν ἄτερ ῥοιβδοῡσα κόλπον αἰγίδος», Αισχύλ.) 2. κινούμαι ορμητικά, με βοή («ῥοιβδήσας Εὖρος», Κριναγ.) 3. (για τη Χάρυβδη) ρουφάω, καταπίνω με θόρυβο …   Dictionary of Greek

  • σίνομαι — και σινοῡμαι και αμφβλ. ιων. τ. σινέομαι και αιολ. τ. σίννομαι και ενεργ τ. σίνω και σινῶ Α βλάπτω, καταστρέφω (α. [για τη Χάρυβδη] «ὅτε μοι σίνοιτό γ ἑταίρους», Ομ. Οδ. β) «ἐσίνοντο ἐπιόντες χώρους τῆς Ἀττικῆς», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ …   Dictionary of Greek

  • χαρυβδηδόν — Μ επίρρ. όπως η Χάρυβδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Χάρυβδις, ύβδεως + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. βαθμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”